Ο τεράστιος Ιταλός διανοούμενος γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1932 και απεβίωσε στις 19 Φεβρουαρίου 2016 .Υπήρξε σημειολόγος, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος.
Από το 1975 κατείχε την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Ήταν συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων, που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965, ενώ το 1980 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα (Το όνομα του Ρόδου), που τιμήθηκε με το βραβείο Strega (1981), και το Medicis Etranger (βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη στη Γαλλία) το 1982.
Λέγεται ότι το επώνυμο Έκο είναι το αρκτικόλεξο των λατινικών λέξεων Ex Caelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο».
Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα έως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη.
Έγραψε δεκάδες δοκίμια (Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας, Κήνσορες και θεράποντες (πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά «apocalittici e integrati»), Ο υπεράνθρωπος των μαζών, Θεωρία της σημειωτικής, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Πέντε ηθικά κείμενα, Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο, Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις, Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες. Ό,τι δεν είναι ατομικό και παίρνει πολιτικό χαρακτήρα (πολιτικό, με την έννοια της ενασχόλησης με τα κοινά, όχι κομματικό) ήταν αντικείμενο που τον ενδιέφερε και το μελετούσε. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών ήταν που δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά. Η ευρύτητα των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε του χάρισαν το προσωνύμιο “tuttografo” (= παντογράφος)
Από το 1962 έως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται στις πολιτιστικές μελέτες και άρχισε να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και τη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του Τακτικού Καθηγητή της Σημειολογίας. Το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.
Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου – 1980, Το εκκρεμές του Φουκώ – 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας – 1994, Μπαουντολίνο – 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα – 2006, Το κοιμητήριο της Πράγας – 2010, Το φύλλο μηδέν– 2015). Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα Το όνομα του Ρόδου, οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Δεν φαντάζονταν ποτέ τις πωλήσεις 9.000.000 αντιτύπων που σημείωσε τελικά το βιβλίο παγκοσμίως, κάνοντας τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.
Ο Έκο γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, τις οποίες χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του έως τον θάνατό του κέρδισε πολλές τιμητικές διακρίσεις και είχε δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Ζούσε με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους, άλλοτε στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα δαιδαλώδες διαμέρισμα με βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι (ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών).
Ο Έκο ήταν έντονα πολιτικοποιημένος και αριστερός, με φανερή συμπάθεια στα αριστερά κόμματα. Παρόλα αυτά ποτέ δεν είχε ενταχθεί σε κάποιο κόμμα, δείγμα της αδογμάτιστης και αδούλωτης προσωπικότητάς του.
Με πληροφορίες από την Ελληνική Wikipedia
ΦΩΤΟ:monopoli.gr